Η Ιερά Μονή του «Ύψους» ή της Υψενής, όπως επικράτησε να λέγεται κατά τον 20ο αιώνα, είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Θεωρείται ως μία από τις παλαιότερες Μονές του νησιού μας, καθώς αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν την ύπαρξή της κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Το έτος ιδρύσεώς της δεν είναι μέχρι σήμερα ιστορικώς εξακριβωμένο. Δυστυχώς, με την πάροδο των αιώνων, ο τόπος ερημώθηκε, οι ψαλμωδίες σταμάτησαν μέχρι τον 15ο-16ο αιώνα, οπότε έχουμε και τις επόμενες μαρτυρίες που αφορούν την παρουσία Κυπρίων στη Μονή.
Κατόπιν, κατά τον 19ο αιώνα, η Κυρία Θεοτόκος Υψενή, αποκάλυψε με θαυματουργικό τρόπο την παρουσία της στον Όσιο Μελέτιο και τον τόπο ευρέσεως της Σεπτής και θαυματουργού Εικόνας της, καθώς και τη βούλησή της για την ανασύσταση της ερημωθείσας Μονής του Ύψους. Το έργο ανοικοδόμησης του Καθολικού, περατώθηκε κατά το έτος 1855, όπως μαρτυρείται από την επιγραφή που βρίσκεται στο επάνω μέρος της κυρίας εισόδου του Ιερού Ναού.
Το μοναστήρι της Παναγίας της Υψενής, υπήρξε ένα από τα πνευματικά κέντρα της εποχής και αποτέλεσε για το νησί της Ρόδου το θεματοφύλακα της θρησκείας, του γένους και της γλώσσας. Από τα πρώτα χρόνια της ιδρύσεώς του, ακολούθησε την ευαγγελική ρήση της τέλειας αγάπης προς τον Θεό και διαμέσω Αυτού προς τον άνθρωπο. Έμπρακτη απόδειξη της αγάπης αυτής αποτελεί το έντονο θρησκευτικοκοινωνικό έργο της, που αφορά τον πρωτεύοντα ρόλο της στα κοινωνικά και εκπαιδευτικά δρώμενα του τόπου. Στηρίζει με κάθε τρόπο τους δοκιμαζομένους κατοίκους της Λάρδου και της γύρω περιοχής, τη δύσκολη περίοδο της Τουρκοκρατίας. Όσον αφορά την εκπαίδευση, καταβάλλει μηνιαίως χρηματικό ποσό για τη μισθοδοσία του διδασκάλου, πληρώνει ετήσια συνδρομή για το αλληλοδιδακτικό σχολείο, το οποίο σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες λειτουργούσε και ως κρυφό σχολειό.
Το έργο αυτό επισφραγίζει και την μετέπειτα πορεία της Μονής, η οποία συνεχίζεται από τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Μανωλά τον Λίνδιο (1846-1918), τον νέο Ηγούμενο της Μονής μετά την οσιακή κοίμηση του Αγίου Μελετίου, στα τέλη του 19ου αιώνα. Στη πορεία τη διοίκηση της Μονής αναλαμβάνει ο «Ηγούμενος παπα-Σάββας». Τη σημαντική συνεισφορά της Μονής στα τοπικά δρώμενα, αναγνώρισε ο Μητροπολίτης Ρόδου κυρός Απόστολος Α΄ Τρύφωνος (1913-1946) ο οποίος σε όλα τα χρόνια της αρχιερατείας του κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την ανασύσταση και την προάσπιση των συμφερόντων της. Τις επόμενες δεκαετίες, η Μονή διοικείται από επιτροπές έχοντας πάντα το αμέριστο ενδιαφέρον και τη φροντίδα των ευσεβών κατοίκων της Λάρδου. Στη συνέχεια, αναλαμβάνει Ηγούμενος ο Αρχιμανδρίτης Σεραφείμ Παρχαρίδης, από το έτος 1978 εώς το 1985, ο οποίος μεριμνά για την συντήρηση των υφιστάμενων κτιρίων, αλλά και την ανοικοδόμηση νέων. Παράλληλα, δίνεται το έναυσμα για την πνευματική αφύπνιση των κατοίκων της περιοχής.